- πορνείων
- πορνεί̱ων , πορνεῖονbrothelneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορνειῶν — πορνεία prostitution fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
γκάζι — και γκαζ το 1. το αεριόφως, το φωταέριο 2. το εργοστάσιο παρασκευής φωταερίου 3. περιοχή πορνείων κοντά στο εργοστάσιο παρασκευής φωταερίου τής Αθήνας 4. φρ. «γυναίκα τού γκαζιού» πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaz] … Dictionary of Greek
κερχανατζής — ο θαμώνας των πορνείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kerhaneci] … Dictionary of Greek
μπορντελιάρης — και μπουρδελιάρης άρα, ικο τακτικός θαμώνας τών πορνείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπορντέλο + κατάλ. ιάρης] … Dictionary of Greek
Κούπριν, Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς — (Aleksandr Ivanovich Kuprin, Ναροβτσάτ 1870 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1938). Ρώσος συγγραφέας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του σε στρατιωτικές σχολές, υπηρέτησε ως αξιωματικός του στρατού. Εγκατέλειψε γρήγορα τη στρατιωτική… … Dictionary of Greek